Przystanek στα ελληνικά
Μετάφραση: przystanek, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bryzgać στα ελληνικά - πλατσουρίζω, πιτσιλίζω, πιτσιλάω, βουτιά, splash, πιτσιλίσματος, παφλασμό, ...
- doszczelniacz στα ελληνικά - Caulker, καλαφάτης
- emerytować στα ελληνικά - συνταξιοδοτώ
- faulować στα ελληνικά - απαίσιος, ανέντιμος, βρόμικος, φάουλ, αποκρουστική, κάνει φάουλ
Τυχαίες λέξεις
Przystanek στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει
Μεταφράσεις: σταματώ, στάση, σταματήσει, σταματήσετε, σταματήσουν, να σταματήσει