Przystrajać στα ελληνικά
Μετάφραση: przystrajać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψαλιδίζω, λουσάρω, στολίζω, κουρεύω, καλλωπίζω, κοσμώ, κλαδεύω, κομψός, κοσμούν, στολίζουν, διακοσμούν, κοσμεί, στολίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- audiogram στα ελληνικά - ακουόγραμμα, ακοόγραμμα, ακοογράμματος, τονικό ακουόγραμμα, ακουογράμματος
- bankructwo στα ελληνικά - χρεοκοπημένος, αποτυχία, πτώχευση, πτώχευσης, την πτώχευση, χρεοκοπία, χρεοκοπίας
- docześnie στα ελληνικά - χρονικά, προσωρινά, χρονικώς, προσωρινά να, με χρονική
- dwójkowo-szesnastkowy στα ελληνικά - δυαδικό, δυαδικά, δυαδικώς, δυαδικών, δυαδική
Τυχαίες λέξεις
Przystrajać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, λουσάρω, στολίζω, κουρεύω, καλλωπίζω, κοσμώ, κλαδεύω, κομψός, κοσμούν, στολίζουν, διακοσμούν, κοσμεί, στολίσουν
Μεταφράσεις: ψαλιδίζω, λουσάρω, στολίζω, κουρεύω, καλλωπίζω, κοσμώ, κλαδεύω, κομψός, κοσμούν, στολίζουν, διακοσμούν, κοσμεί, στολίσουν