Στολίζω στα πολωνικά

Μετάφραση: στολίζω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ozdabiać, zdobić, przystrajać, upiększać, dekorować, wystroić, Primp
Στολίζω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: στολίζω

στολίζω την τάξη μου, στολίζω την τάξη, στολίζω αγγλικα, στολίζω συνώνυμα, στολίζω στα αγγλικά, στολίζω λεξικό γλώσσας πολωνικά, στολίζω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • στοιχηματίζω στα πολωνικά - obstawiać, zakład, stawka, zakładać, obstawić, postawić, umowa, ...
  • στολή στα πολωνικά - mundur, identyczny, jednakowy, uniform, równomierny, jednolity, mundurek, ...
  • στολισμός στα πολωνικά - zdobienie, odznaczenie, ozdoba, wystrój, dekorowanie, dekoracja, wykończenie, ...
  • στομάχι στα πολωνικά - znosić, ból, odwłok, brzuch, znieść, żołądek, jeść, ...
Τυχαίες λέξεις
Στολίζω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ozdabiać, zdobić, przystrajać, upiększać, dekorować, wystroić, Primp