Przytępiać στα ελληνικά

Μετάφραση: przytępiać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βαρετός, μουντός, μουχρός, πληκτικός, απονεκρώνω, νεκρώνω, αμβλύνουν ξανά, νεκρώνουν, νέκρωνε
Przytępiać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • ciułacz στα ελληνικά - συσσωρευτής, συσσωρευτή, Στηλών, πολλαπλών Στηλών, συσσωρευτών
  • czata στα ελληνικά - κουβέντα, κουβεντιάζω, ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, να παρακολουθήσετε
  • fotogeniczny στα ελληνικά - φωτογενής, φωτογενή, φωτογενείς, φωτογενές, φωτογένεια
Τυχαίες λέξεις
Przytępiać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βαρετός, μουντός, μουχρός, πληκτικός, απονεκρώνω, νεκρώνω, αμβλύνουν ξανά, νεκρώνουν, νέκρωνε