Ród στα ελληνικά

Μετάφραση: ród, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ρόδιο, ροδίου, το ρόδιο, του ροδίου, ρόδιον
Ród στα ελληνικά

Μεταφράσεις

  • dedykować στα ελληνικά - χαράζω, επιγράφω, αφιερώνω, αφιερώσει, αφιερώνουν, αφιερώσω, αφιερώσουν
  • duchowość στα ελληνικά - πνευματικότητα, πνευματικότητας, την πνευματικότητα, η πνευματικότητα, της πνευματικότητας
  • geografia στα ελληνικά - γεωγραφία, γεωγραφίας, τη γεωγραφία, γεωγραφική, η γεωγραφία
  • granulowanie στα ελληνικά - κοκκοποίηση, κοκκοποίησης, κοκκοποιήσεως, κοκκιοποίηση, κοκκιοποίησης
Τυχαίες λέξεις
Ród στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ρόδιο, ροδίου, το ρόδιο, του ροδίου, ρόδιον