Równoległy στα ελληνικά

Μετάφραση: równoległy, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες
Równoległy στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bałwochwalstwo στα ελληνικά - ειδωλολατρεία, ειδωλολατρία, ειδωλολατρίας, την ειδωλολατρία, ειδωλολατρείας
  • darniowanie στα ελληνικά - χλόη, χλοοτάπητα, τύρφη, χλόης, χλοοτάπητας
  • flisactwo στα ελληνικά - ράφτινγκ, rafting, το ράφτινγκ
Τυχαίες λέξεις
Równoległy στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράλληλος, παράλληλο, παράλληλα, παράλληλη, παράλληλες