Reklamować στα ελληνικά
Μετάφραση: reklamować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ισχυρίζομαι, διαφημίζω, διεκδίκηση, ισχυρισμός, διεκδικώ, παραπονιέμαι, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bezsens στα ελληνικά - ανοησίες, βλακείες, νοήματος, meaninglessness, απουσία νοήματος, η απουσία νοήματος
- centrum στα ελληνικά - κέντρο, εστία, κέντρο της, κέντρου, το κέντρο, κέντρο του
- chuć στα ελληνικά - πόθος, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
- fluorescencyjny στα ελληνικά - φθορίζων, φθορισμού, φθορίζουσα, φθορίζον, φθορίζοντα
Τυχαίες λέξεις
Reklamować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, διαφημίζω, διεκδίκηση, ισχυρισμός, διεκδικώ, παραπονιέμαι, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει
Μεταφράσεις: ισχυρίζομαι, διαφημίζω, διεκδίκηση, ισχυρισμός, διεκδικώ, παραπονιέμαι, διαφημιστείτε, διαφημίζουν, διαφημίσετε, διαφημίσουν, διαφημίσει