Rekompensować στα ελληνικά
Μετάφραση: rekompensować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επισκευή, εξιλεώνομαι, αναπληρώνω, επισκευάζω, αμοιβή, αντισταθμίζω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bełkotka στα ελληνικά - σκεδαστήρος, διαχύσεως, σκεδαστή, διασκορπιστή, σκεδαστήρα
- ciążenie στα ελληνικά - βαρύτητα, τάση, την τάση, τάσης, η τάση, ροπή
- figlarnie στα ελληνικά - παιχνιδιάρικα, παιχνιδιάρικα το, παιγνιώδη, παιχνιδιάρικο, παιγνιώδη διάθεση
Τυχαίες λέξεις
Rekompensować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επισκευή, εξιλεώνομαι, αναπληρώνω, επισκευάζω, αμοιβή, αντισταθμίζω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν
Μεταφράσεις: επισκευή, εξιλεώνομαι, αναπληρώνω, επισκευάζω, αμοιβή, αντισταθμίζω, αντιστάθμιση, αποζημιώσει, αντισταθμίσει, αντισταθμίζουν, αντισταθμίσουν