Rozciągać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozciągać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνομαι, φουντώνω, τεζάρω, απλώνω, απλωσιά, τεντώνω, επέκταση, απλώνομαι, διαδίδω, φτάνω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- członek στα ελληνικά - τύπος, κλαδί, άντρας, στέλεχος, μέλος, συνάδελφος, άκρο, ...
- efektywnie στα ελληνικά - αποτελεσματικά, αποδοτικά, αποτελεσματική, αποτελεσματικότερα, αποτελεσματικό
- fikać στα ελληνικά - κλοτσώ, πηδώ, πήδημα, λυκίσκος, λυκίσκου, hop, χοπ
- gamoniowaty στα ελληνικά - αδέξιος, ηλίθιος, άχαρη
Τυχαίες λέξεις
Rozciągać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνομαι, φουντώνω, τεζάρω, απλώνω, απλωσιά, τεντώνω, επέκταση, απλώνομαι, διαδίδω, φτάνω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση
Μεταφράσεις: επεκτείνω, εκτείνω, εκτείνομαι, φουντώνω, τεζάρω, απλώνω, απλωσιά, τεντώνω, επέκταση, απλώνομαι, διαδίδω, φτάνω, τεντώνομαι, τέντωμα, έκταση, τεντώστε, stretch, επιμήκυνση