Rozrzedzać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozrzedzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιός, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει
Μεταφράσεις
- atlas στα ελληνικά - άτλας, Atlas, άτλαντα, άτλαντας, άτλαντος
- dziedzictwo στα ελληνικά - κειμήλιο, κληρονομιά, σειρά, διαδοχή, κληρονομία, κληρονομιάς, πολιτιστικής κληρονομιάς, ...
- gdzież στα ελληνικά - όπου, που, πράγματι, όντως, μάλιστα, πραγματικά
- grzechotnik στα ελληνικά - κροταλία, κροταλίας, Rattlesnake, κροταλιών, του κροταλία
Τυχαίες λέξεις
Rozrzedzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιός, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει
Μεταφράσεις: ψιλός, λιγνός, αραιώνω, αραιός, εξασθενούν, εξασθενεί, εξασθένηση, εξασθενίζει, μετριάσει