Rozsądzać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozsądzać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ξεσπώ, προτομή, ξέσπασμα, εκρήγνυμαι, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις
- administrować στα ελληνικά - καταφέρνω, διευθύνω, απονέμω, εφαρμόζω, χορηγώ, αντεπεξέρχομαι, διοικώ, ...
- biec στα ελληνικά - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- doświadczony στα ελληνικά - επιτήδειος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, ικανός, επιδέξιος, ειδικός, εμπειρογνώμονας, ...
- dyspergator στα ελληνικά - μέσο διασποράς, παράγοντα διασποράς, διασκορπιστικό, ουσία διασποράς, μέσου διασποράς
Τυχαίες λέξεις
Rozsądzać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ξεσπώ, προτομή, ξέσπασμα, εκρήγνυμαι, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης
Μεταφράσεις: ξεσπώ, προτομή, ξέσπασμα, εκρήγνυμαι, έκρηξη, ριπή, ριπής, διάρρηξης, έκρηξης