Rozwłókniać στα ελληνικά
Μετάφραση: rozwłókniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πολτός, πολτού, πολτό, χαρτοπολτού, πολτούς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- brzydactwo στα ελληνικά - αηδία, eyesore, απεχθές θέαμα, αντιαισθητικό θέαμα
- dzielnik στα ελληνικά - διαιρέτης, διαιρέτη
- enigmatyczny στα ελληνικά - αινιγματικός, αινιγματική, αινιγματικό, αινιγματικά, αινιγματικές
- fluorescencyjny στα ελληνικά - φθορίζων, φθορισμού, φθορίζουσα, φθορίζον, φθορίζοντα
Τυχαίες λέξεις
Rozwłókniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πολτός, πολτού, πολτό, χαρτοπολτού, πολτούς
Μεταφράσεις: πολτός, πολτού, πολτό, χαρτοπολτού, πολτούς