Rwać στα ελληνικά

Μετάφραση: rwać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
θραύση, σκίζω, προτομή, δάκρυ, σχίζω, μαδώ, θλάση, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί
Rwać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cechować στα ελληνικά - σουσούμι, σημειώνω, αφιέρωμα, έχω, σημαίνω, χαρακτηριστικό, βαθμός, ...
  • czasowo στα ελληνικά - προσωρινά, ώρα, χρόνος, φορά, χρόνο, χρόνου
  • dematerializacja στα ελληνικά - αποϋλοποίηση, αποϋλοποίησης, εξαΰλωση, της αποϋλοποίησης, εξαϋλωση
  • dziwadło στα ελληνικά - φρικιό, αφύσικο, τέρας, φρικτό, freak, φρικτός
Τυχαίες λέξεις
Rwać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: θραύση, σκίζω, προτομή, δάκρυ, σχίζω, μαδώ, θλάση, σχίσιμο, σχίσει, σκιστεί, σχιστεί