Rzeczywisty στα ελληνικά
Μετάφραση: rzeczywisty, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
πραγματικός, απτός, ουσιαστικός, αξιόλογος, αληθινός, στερεός, αληθής, αποτελεσματικός, πρακτικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- czernieć στα ελληνικά - αμαυρώνω, λερώνω, μαυρίσει, αμαυρώνουν, στιγματίζουν, αμαυρώσει
- drukowanie στα ελληνικά - εκτύπωση, τυπώνω, εμπριμέ, Εκτύπωση, εκτύπωσης, τυπωμένη ύλη, η τυπωμένη ύλη, ...
- felczer στα ελληνικά - χειρουργός, χειρουργό, χειρούργος, χειρούργο, χειρουργού
- florystyczny στα ελληνικά - χλωριδική, χλωριδικά, χλωριδικής, χλωριδικών, χλωριδική τους
Τυχαίες λέξεις
Rzeczywisty στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: πραγματικός, απτός, ουσιαστικός, αξιόλογος, αληθινός, στερεός, αληθής, αποτελεσματικός, πρακτικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού
Μεταφράσεις: πραγματικός, απτός, ουσιαστικός, αξιόλογος, αληθινός, στερεός, αληθής, αποτελεσματικός, πρακτικός, πραγματικό, πραγματική, πραγματικές, πραγματικού