Słabnąć στα ελληνικά

Μετάφραση: słabnąć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
υποχωρώ, ελαττώνομαι, θολωμένος, άμπωτη, λάβαρο, θολός, λασκάρω, αποδυναμώνω, ατονώ, παύση, σημαία, αποδυναμώνομαι, λιποθυμώ, μειώνω, μολάρω, θαμπός, παρακμή, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη
Słabnąć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • analogiczność στα ελληνικά - παραλληλισμός, παραλληλισμό, παραλληλισμού, παραλληλία, παράλληλη
  • bakterie στα ελληνικά - βακτηρίδια, βακτήρια, βακτηρίων, βακτηριδίων, τα βακτήρια
  • chuć στα ελληνικά - πόθος, λαγνεία, σφοδρή επιθυμία, τη σφοδρή επιθυμία, λαγνείας, πόθου
  • jacht στα ελληνικά - κότερο, θαλαμηγός, γιότ, γιοτ, σκάφος, θαλαμηγό
Τυχαίες λέξεις
Słabnąć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: υποχωρώ, ελαττώνομαι, θολωμένος, άμπωτη, λάβαρο, θολός, λασκάρω, αποδυναμώνω, ατονώ, παύση, σημαία, αποδυναμώνομαι, λιποθυμώ, μειώνω, μολάρω, θαμπός, παρακμή, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη