Ελαττώνομαι στα πολωνικά

Μετάφραση: ελαττώνομαι, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
zanikać, oblina, zmniejszanie, zmniejszać, ubycie, zanik, słabnąć, blednąć, schyłek, ubytek, gasnąć
Ελαττώνομαι στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ελαττώνομαι

ελαττώνομαι λεξικό γλώσσας πολωνικά, ελαττώνομαι στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ελαστικότητα στα πολωνικά - wigor, sprężystość, elastyczność, odbojność, elastyczności, sprężystości, elastycznością
  • ελαττωματικός στα πολωνικά - defektowy, niepełnowartościowy, błędny, ułomny, wadliwie, wadliwy, uszkodzony, ...
  • ελαττώνω στα πολωνικά - zmaleć, karleć, zmniejszyć, pokonać, skracać, uszczuplać, drobnieć, ...
  • ελαφρόμυαλος στα πολωνικά - niepoważny, lekkomyślny, błahy, frywolny, bezmyślny, roztargniony, roztrzepany, ...
Τυχαίες λέξεις
Ελαττώνομαι στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: zanikać, oblina, zmniejszanie, zmniejszać, ubycie, zanik, słabnąć, blednąć, schyłek, ubytek, gasnąć