Służebność στα ελληνικά
Μετάφραση: służebność, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σκλαβιά, δουλειά, δουλεία, ειλωτεία, υποτέλεια, σε ειλωτεία
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- definiowanie στα ελληνικά - ορισμός, ορισμό, ορισμού, καθορισμό, τον ορισμό
- dziesięciolecie στα ελληνικά - δεκαετία, δεκαετίας
- farwater στα ελληνικά - διοχετεύω, κανάλι, ρείθρο, πέρασμα, περάσει, περνούν, περάσουν, ...
- gradowy στα ελληνικά - χαλάζι, φωνάξει, χαιρετίζουν, το χαλάζι, χαιρετούν
Τυχαίες λέξεις
Służebność στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σκλαβιά, δουλειά, δουλεία, ειλωτεία, υποτέλεια, σε ειλωτεία
Μεταφράσεις: σκλαβιά, δουλειά, δουλεία, ειλωτεία, υποτέλεια, σε ειλωτεία