Sektor στα ελληνικά
Μετάφραση: sektor, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τμήμα, επιτήδευμα, εμπόριο, επάγγελμα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του
Μεταφράσεις
- atakować στα ελληνικά - γέρνω, επηρεάζω, εισβάλλω, επιδρομή, φροντίδα, απεργία, επίθεση, ...
- domniemanie στα ελληνικά - εικασία, μαντεύω, υπόθεση, τεκμήριο, τεκμηρίου, το τεκμήριο, τεκμαίρεται
- głownia στα ελληνικά - μάρκα, στιγματίζω, σφραγίδα, καπνιά, μουτζούρα, Ο δαυλίτης των, ερυσίβη, ...
- insekt στα ελληνικά - έντομο, εντόμων, εντόμου, έντομα, των εντόμων
Τυχαίες λέξεις
Sektor στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τμήμα, επιτήδευμα, εμπόριο, επάγγελμα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του
Μεταφράσεις: τμήμα, επιτήδευμα, εμπόριο, επάγγελμα, τομέας, τομέα, τομέα της, τομέα των, τομέα του