Senator στα ελληνικά
Μετάφραση: senator, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- bazowy στα ελληνικά - ευτελής, βάθρο, βάση, Βάσης, Βάσης της, Base, Βάσεων
- dozorowanie στα ελληνικά - επίβλεψη, επιτήρηση, επιθεώρηση, εποπτεία, εποπτείας, έλεγχο
- druh στα ελληνικά - ανιχνευτής, ανιχνεύω, πρόσκοπος, σύντροφος, σύντροφο, συντροφιάς, συντροφιά, ...
- hedonistyczny στα ελληνικά - ηδονιστικός, hedonistic, ηδονιστική, ηδονιστικό, ηδονιστικού
Τυχαίες λέξεις
Senator στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής
Μεταφράσεις: γερουσιαστής, γερουσιαστή, συγκλητικός, γερουσιαστής που, Ο Γερουσιαστής