Składować στα ελληνικά

Μετάφραση: składować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
βάζω, μαγαζί, αποθηκεύω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση
Składować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezruch στα ελληνικά - σιγή, αδράνεια, ακινησία, ακινησίας, την ακινησία, στασιμότητα, η ακινησία
  • boży στα ελληνικά - θεσπέσιος, θεϊκός, θείος, θεία, θεϊκή, θείας
  • dachówka στα ελληνικά - πλάκα, κεραμίδι, σχιστόλιθος, πλακάκι, πλακιδίων, κεραμιδιών, πλακίδιο
  • gnębiciel στα ελληνικά - καταπιεστής, καταπιεστή, δυνάστη, καταπιεστών, δυνάστης
Τυχαίες λέξεις
Składować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: βάζω, μαγαζί, αποθηκεύω, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, αποθήκευση