Skarżyć στα ελληνικά

Μετάφραση: skarżyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παραπονιέμαι, μηνύω, ενάγω, φροντίδα, εγκαλώ, κατηγορία, στριγγλίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν
Skarżyć στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cynfolia στα ελληνικά - αλουμινόχαρτο, ασημόχαρτο, tinfoil, ασημόχαρτου, ασημί επιφάνεια
  • fałszerstwo στα ελληνικά - κίβδηλος, πλαστογραφία, δόλος, παραποίηση, απάτη, κάλπικος, πλαστός, ...
  • federalny στα ελληνικά - ομοσπονδιακός, Ομοσπονδιακή, ομοσπονδιακό, ομοσπονδιακές, ομοσπονδιακής
  • grzechot στα ελληνικά - θρόισμα, κροταλίζω, τραντάζω, κουδουνίζω, κουδουνίστρα, κουδουνίστρας, κουδούνισμα, ...
Τυχαίες λέξεις
Skarżyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παραπονιέμαι, μηνύω, ενάγω, φροντίδα, εγκαλώ, κατηγορία, στριγγλίζω, μεμψιμοιρώ, γκρινιάζω, κατηγορώ, κατηγορούν, κατηγορήσει, κατηγορεί, κατηγορήσουν