Skorzystać στα ελληνικά

Μετάφραση: skorzystać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
επίδομα, επωφελούμαι, ωφέλεια, όφελος, χρησιμοποιώ, χρήση, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή
Skorzystać στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • drapieżnik στα ελληνικά - αρπακτικό, θηρευτής, θηρευτών, αρπακτικό ζώο, θηρευτή
  • galopować στα ελληνικά - γκάλοπ, καλπάζω, καλπασμός, Ιππασία, καλπασμό, Gallop, καλπασμού
  • garbić στα ελληνικά - κύρτωμα, κακοποιός, καμπούρα, απατεώνας, προαίσθημα, hunch, ισχυρό προαίσθημα, ...
  • grawimetr στα ελληνικά - βαρυτόμετρου, βαρυτόμετρο, βαρυτόμετρου με, το βαρυτόμετρο, βαρυτόμετρο για
Τυχαίες λέξεις
Skorzystać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: επίδομα, επωφελούμαι, ωφέλεια, όφελος, χρησιμοποιώ, χρήση, πλεονέκτημα, οφέλους, παροχών, παροχή