Skosztować στα ελληνικά
Μετάφραση: skosztować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εκδικάζω, δείγμα, γεύση, γεύομαι, δοκιμάζω, γούστο, προσπαθώ, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agrafka στα ελληνικά - παραμάνα
- akceptowalność στα ελληνικά - αποδοχής, αποδοχή, αποδεκτό, δυνατότητα αποδοχής, την αποδοχή
- gwiazdorstwo στα ελληνικά - θέση προταγονιστού, καλλιτεχνικό στερέωμα, στερέωμα, καλλιτεχνικού στερεώματος, το καλλιτεχνικό στερέωμα
- introligatorstwo στα ελληνικά - δεσμευτικός, δέσιμο, βιβλιοδεσία, βιβλιοδεσίας, βιβλιοδετική, τη βιβλιοδεσία, της βιβλιοδεσίας
Τυχαίες λέξεις
Skosztować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εκδικάζω, δείγμα, γεύση, γεύομαι, δοκιμάζω, γούστο, προσπαθώ, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση
Μεταφράσεις: εκδικάζω, δείγμα, γεύση, γεύομαι, δοκιμάζω, γούστο, προσπαθώ, γεύσης, τη γεύση, προτίμηση