Skrzydło στα ελληνικά
Μετάφραση: skrzydło, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φτερό, λεπίδα, σουβλί, ξέστρο, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Μεταφράσεις
- borówka στα ελληνικά - είδος βατόμουρου, μύρτιλλο, μυρτίλλων, bilberry, το μύρτιλλο
- drybling στα ελληνικά - καταβρέχω, τρίπλα, ντρίμπλα, dribble, ντρίπλα, ντρίμπλας
- ekshumować στα ελληνικά - ξεθάβω, εκθάπτω, exhume, εκταφή, την εκταφή
- ewangelik στα ελληνικά - διαμαρτυρόμενος, προτεστάντης, προτεσταντική, προτεσταντικές, προτεσταντικό, προτεσταντικής
Τυχαίες λέξεις
Skrzydło στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φτερό, λεπίδα, σουβλί, ξέστρο, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο
Μεταφράσεις: φτερό, λεπίδα, σουβλί, ξέστρο, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πτερύγιο