Skwierczeć στα ελληνικά
Μετάφραση: skwierczeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- agronom στα ελληνικά - αγρονόμος, γεωπόνος, γεωπόνο, γεωπόνου, αγρονόμου
- antydumpingowy στα ελληνικά - ντάμπινγκ, αντιντάμπινγκ, πρακτικής ντάμπινγκ, πρακτική ντάμπινγκ, το ντάμπινγκ
- bezprzykładny στα ελληνικά - απαραδειγματιστός, πρωτάκουστων, παλιών, πρωτοφανή, παλιών ή
- instruktażowy στα ελληνικά - Εκπαιδευτικός, εκπαιδευτικό, Εκπαιδευτική, Διδακτική, Εκπαιδευτικά
Τυχαίες λέξεις
Skwierczeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος
Μεταφράσεις: τσιγαρίζω, τσιτσιρίζω, τσιτσίρισμα, sizzle, σύριγμα, άχνισμα, συρίζω καιομένος