Sortować στα ελληνικά

Μετάφραση: sortować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, ταξινομώ, είδος, κασμάς, συλλέγω, τύπος, μαζεύω, συναναστρέφομαι, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης
Sortować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • aksonometryczny στα ελληνικά - αξονομετρικά, αξονομετρικού, αξονομετρικών, αξονομετρική, αξονομετρικό
  • długi στα ελληνικά - μακρύς, μεγάλος, μεγάλο, μακρά, καιρό, μακράς
  • folowanie στα ελληνικά - folow
  • hańbienie στα ελληνικά - δυσμένεια, ατιμία, ντροπή, dishonor, την ατίμωση, ατιμίαν
Τυχαίες λέξεις
Sortować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: τακτοποιώ, ξεδιαλέγω, ταξινομώ, είδος, κασμάς, συλλέγω, τύπος, μαζεύω, συναναστρέφομαι, Ταξινόμηση, Ανά, είδους, ταξινόμησης