Λέξη: πληθωριστικός

Μεταφράσεις: πληθωριστικός

πληθωριστικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
inflationary, of inflation, inflationary usage

πληθωριστικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
inflacionario, inflacionista, inflacionaria, inflación, inflacionarias

πληθωριστικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
inflationär, Inflations, inflationären, inflationäre, der Inflations

πληθωριστικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
inflationniste, inflationnistes, inflation, l'inflation, d'inflation

πληθωριστικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
inflazionistico, inflazionistica, inflazionistiche, inflazione, inflazionistici

πληθωριστικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
inflatório, inflacionário, inflacionária, inflacionista, inflacionistas

πληθωριστικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
inflatoire, inflatoir, inflatiedruk, de inflatoire, inflatie

πληθωριστικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
инфляционный, инфляционная, инфляционное, инфляции, инфляционного

πληθωριστικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
inflasjons, inflasjonsdrivende, inflasjon, inflasjons-, inflationary

πληθωριστικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
inflations, inflatorisk, inflationsdrivande, inflation, inflations-

πληθωριστικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
inflaatio-, rahan arvon alenemista, inflaatiopaineiden, inflaatiopaineet, inflatorinen

πληθωριστικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
inflationær, inflatoriske, inflatorisk, inflationært, inflationære

πληθωριστικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
inflační, proinflační, inflačního, inflačních, inflačním

πληθωριστικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
inflacyjny, inflacyjna, inflacyjnej, inflacyjną, inflacyjne

πληθωριστικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
inflációs, az inflációs, infláció

πληθωριστικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
enflasyon, enflasyonist, enflasyonist bir, enflasyonun

πληθωριστικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
інфляція, здуття, надування, роздутість, газом, інфляційний, інфляційне

πληθωριστικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
inflacionist, inflacioniste, inflacion, inflacioniste të, inflacionare

πληθωριστικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
инфлационен, инфлационния, инфлационна, инфлационната, инфлационният

πληθωριστικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
інфляцыйны

πληθωριστικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
inflatsiooniline, inflatsiooni-, inflatsioonisurve, inflatsioonivaba, inflatsioonilist

πληθωριστικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
inflacioni, inflatorni, inflatornih, inflacijski, inflatorne

πληθωριστικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
verðbólguþrýstingur, verðbólguþrýstingi, verðbólguáhrif, Verðbólguáhrifin, að verðbólguþrýstingur

πληθωριστικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
infliacinis, infliacijos, infliacijai, infliacinį, infliaciją

πληθωριστικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
inflācijas, pārmērīgas inflācijas, inflāciju, ar inflāciju, uz inflāciju

πληθωριστικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
инфлациски, инфлаторни, инфлаторен, инфлаторните, инфлациските

πληθωριστικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
inflaționistă, inflaționiste, inflaționist, inflationist, infla ionist

πληθωριστικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
inflacijski, inflacijskih, inflacije, inflacijsko, inflacijo

πληθωριστικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
inflační, inflačné, inflačných, inflačný, inflácie, inflačnej
Τυχαίες λέξεις