Spiętrzenie στα ελληνικά

Μετάφραση: spiętrzenie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξογκώνω, πρήζω, φλεγμονή, συσσώρευση, φουσκώνω, πρήξιμο, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση
Spiętrzenie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bandyta στα ελληνικά - ληστής, εγκληματικός, εγκληματίας, ληστή, bandit, ληστών, ληστρικές
  • derogacja στα ελληνικά - παρέκκλιση, παρέκκλισης, εξαίρεση, παρέκκλιση που, παρεκκλίσεως
  • indukcyjność-pojemność στα ελληνικά - επαγωγή, αυτεπαγωγή, αυτεπαγωγής, επαγωγής, επαγωγική
  • infekcja στα ελληνικά - μόλυνση, λοίμωξη, μόλυνσης, λοίμωξης, μολύνσεως
Τυχαίες λέξεις
Spiętrzenie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξογκώνω, πρήζω, φλεγμονή, συσσώρευση, φουσκώνω, πρήξιμο, συρροή, συσσώρευσης, τη συσσώρευση, συγκέντρωση, σώρευση