Spożycie στα ελληνικά

Μετάφραση: spożycie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
φθίση, κατανάλωση, εισαγωγή, πρόσληψη, εισαγωγής, πρόσληψης, λήψη
Spożycie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • emitować στα ελληνικά - εκπέμπω, αναδίνω, μεταδίδω, έκδοση, ζήτημα, τεύχος, θέμα, ...
  • facet στα ελληνικά - τύπος, συνάδελφος, παιδί, άντρας, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος
  • hochsztapler στα ελληνικά - κακοποιός, απατεώνας, δόλος, απάτη, τσαρλατάνος, αγύρτης, τσαρλατάνο
  • izolacyjność στα ελληνικά - μόνωση, μόνωσης, μονωτικό, μονώσεως, μονωτικά
Τυχαίες λέξεις
Spożycie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: φθίση, κατανάλωση, εισαγωγή, πρόσληψη, εισαγωγής, πρόσληψης, λήψη