Spożytkowanie στα ελληνικά

Μετάφραση: spożytkowanie, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
απορρόφηση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση
Spożytkowanie στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • atestować στα ελληνικά - πιστοποιώ, μαρτυρώ
  • chan στα ελληνικά - χάνι, Khan, Χαν, χάνο, χάνος
  • chodak στα ελληνικά - τσόκαρο, βώλος, βουλώνω, εμποδίζω, clog που, κωλύω
  • cofanie-ponawianie στα ελληνικά - undo, αναιρέσετε, αναίρεση, να αναιρέσετε, ξεβιδώστε
Τυχαίες λέξεις
Spożytkowanie στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: απορρόφηση, χρησιμοποίηση, χρησιμοποίησης, αξιοποίηση, χρησιμοποίηση της, τη χρησιμοποίηση