Spowalniać στα ελληνικά
Μετάφραση: spowalniać, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
μετριάζω, μέτριος, μετριοπαθής, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Μεταφράσεις
- bitny στα ελληνικά - ανδρείος, ανδρείο
- domierzać στα ελληνικά - παραδίνω, δίνω, μετρήσετε, μέτρο έξω, μετρήσει τις, measure out, λειτουργία measure out
- glansować στα ελληνικά - βερνίκι, στιλβώνω, λούστρο, γυαλίζω, λουστράρω
- groteskowo στα ελληνικά - γκροτέσκο, γκροτέσκο τρόπο, τερατώδη, αποκρουστικά, με γκροτέσκο
Τυχαίες λέξεις
Spowalniać στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: μετριάζω, μέτριος, μετριοπαθής, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την
Μεταφράσεις: μετριάζω, μέτριος, μετριοπαθής, επιβραδύνει, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει, επιβραδυνθεί, επιβραδύνει την