Sprzeciw στα ελληνικά

Μετάφραση: sprzeciw, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αντίθεση, αντίσταση, αντοχή, αντιπολίτευση, ένσταση, εξαίρεση, αντίρρηση, αντιπολίτευσης, ανακοπής, της αντιπολίτευσης
Sprzeciw στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • antropolog στα ελληνικά - ανθρωπολόγος, ανθρωπολόγο, ανθρωπολόγου, ο ανθρωπολόγος, η ανθρωπολόγος
  • bezwolność στα ελληνικά - αδράνεια, αδράνειας, αδρανείας, την αδράνεια, της αδράνειας
  • destruktywny στα ελληνικά - καταστροφικός, καταστρεπτικός, καταστροφική, καταστροφικές, καταστρεπτική, καταστρεπτικές
  • dewaluować στα ελληνικά - ελαττώνω την αξία, υποτιμήσουν, αναιρέσουν, να αναιρέσουν, αναιρεί
Τυχαίες λέξεις
Sprzeciw στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αντίθεση, αντίσταση, αντοχή, αντιπολίτευση, ένσταση, εξαίρεση, αντίρρηση, αντιπολίτευσης, ανακοπής, της αντιπολίτευσης