Stanowić στα ελληνικά

Μετάφραση: stanowić, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
συγκροτώ, πτυχή, αποτελώ, αντιπροσωπεύω, μορφή, περιλαμβάνω, συνθέτω, δελτίο, διπλώνω, συνιστούν, συνιστά, αποτελούν, αποτελεί, αποτελέσει
Stanowić στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • butik στα ελληνικά - μπουτίκ, boutique, το boutique, το μπουτίκ
  • ekskluzja στα ελληνικά - αποκλεισμός, αποκλεισμού, αποκλεισμού είναι, αποκλεισμός είναι, αποκλεισμού αποτελεί, οριοθετείται από
  • facet στα ελληνικά - τύπος, συνάδελφος, παιδί, άντρας, άνθρωπος, τύπο, ο τύπος
  • grunt στα ελληνικά - προσγειώνω, προσαράσσω, προσγειώνομαι, έδαφος, γη, εδάφους, λόγο, ...
Τυχαίες λέξεις
Stanowić στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: συγκροτώ, πτυχή, αποτελώ, αντιπροσωπεύω, μορφή, περιλαμβάνω, συνθέτω, δελτίο, διπλώνω, συνιστούν, συνιστά, αποτελούν, αποτελεί, αποτελέσει