Starczyć στα ελληνικά
Μετάφραση: starczyć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, επαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις
- chalcedon στα ελληνικά - χαλκηδόνιος λίθος, χαλκηδόνιος, χαλκηδόνιο, chalcedony, ο χαλκηδόνιος
- dewizowy στα ελληνικά - ανταλλαγή, ανταλλαγής, την ανταλλαγή, ισοτιμία, συναλλάγματος
- eksponować στα ελληνικά - οθόνη, εκθέτω, παρουσιάζω, έκθεμα, παρουσιάζουν, εμφανίζουν, εκθεσιακό, ...
- gazownictwo στα ελληνικά - αέριο, βενζίνη, βιομηχανία φυσικού αερίου, βιομηχανίας φυσικού αερίου, κλάδου του φυσικού αερίου, κλάδο του φυσικού αερίου, κλάδου του αερίου
Τυχαίες λέξεις
Starczyć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, επαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο
Μεταφράσεις: διαρκώ, τελευταίος, φτουρώ, επαρκώ, τελευταία, τελευταίο, τελευταίων, περασμένο