Λέξη: κερδοσκοπικός

Σχετικές λέξεις: κερδοσκοπικός

κερδοσκοπικός χαρακτήρας, μη κερδοσκοπικόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμα, κερδοσκοπικόσ οργανισμόσ, κερδοσκοπικός συνώνυμο

Συνώνυμα: κερδοσκοπικός

θεωρητικός, σκεπτικός

Μεταφράσεις: κερδοσκοπικός

κερδοσκοπικός στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
speculative, profit, profit making

κερδοσκοπικός στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
especulativo, especulativa, especulativas, especulativos, especulación

κερδοσκοπικός στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
riskant, risikoreich, neugierig, spekulativ, spekulativen, spekulative, Spekulations, spekulativer

κερδοσκοπικός στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
théorique, interrogateur, spéculatif, scrutateur, curieux, spéculative, spéculatives, spéculatifs, spéculation

κερδοσκοπικός στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
speculativo, speculativa, speculative, speculativi, speculazione

κερδοσκοπικός στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
curioso, especulativo, especulativa, especulativos, especulativas, especulação

κερδοσκοπικός στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
benieuwd, nieuwsgierig, weetgierig, speculatieve, speculatief, speculatie, de speculatieve, van speculatieve

κερδοσκοπικός στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
гипотетический, умозрительный, рискованный, теоретический, спекулятивный, спекулятивной, спекулятивная, спекулятивным, спекулятивные

κερδοσκοπικός στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
spekulativ, spekulative, spekulativt, spekulasjons, speculative

κερδοσκοπικός στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
spekulativ, spekulativa, spekulativt, spekulations, spekulation

κερδοσκοπικός στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
spekulatiivinen, keinotteleva, spekulatiivisia, keinottelutarkoituksessa, spekulatiivisen

κερδοσκοπικός στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
spekulative, spekulativ, spekulation, spekulativt, spekulationsøjemed

κερδοσκοπικός στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pátravý, spekulační, spekulativní, hloubavý, zkoumavý, bádavý, teoretický, spekulativním, spekulativního, spekulativních

κερδοσκοπικός στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
badawczy, spekulatywny, teoretyczny, spekulacyjny, spekulacyjne, spekulacyjnych, spekulatywna

κερδοσκοπικός στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
spekulációs, spekulatív, a spekulatív, spekuláció, elméleti

κερδοσκοπικός στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
meraklı, spekülatif, spekülatif bir, spekülatiftir, spekülasyon

κερδοσκοπικός στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
умоглядний, спекулятивний, ризиковий, ризикований, спекулятивне

κερδοσκοπικός στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
spekulativ, spekulative, spekulative të, spekulues, teorik

κερδοσκοπικός στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
спекулативен, спекулативни, спекулативна, спекулативно, спекулативното

κερδοσκοπικός στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
спекулятыўны, спекуляцыйны

κερδοσκοπικός στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
oletuslik, spekulatiivne, spekulatiivsete, spekulatiivse, spekulatiivset, spekulatiivsed

κερδοσκοπικός στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
sumnjiv, spekulativan, spekulativne, spekulativna, spekulativni, spekulativno

κερδοσκοπικός στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
íhugandi, spákaupmennska, spákaupmanna, spákaupmennsku, gróðabralls-

κερδοσκοπικός στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
spekuliacinis, spekuliacinių, spekuliacinio, spekuliatyvūs, spekuliatyvus

κερδοσκοπικός στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
ziņkārīgs, zinātkārs, spekulatīvi, spekulatīvs, spekulatīvu, spekulatīva, spekulatīvais

κερδοσκοπικός στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
шпекулативни, шпекулативен, шпекулативните, шпекулативна, ризичниот

κερδοσκοπικός στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curios, speculativ, speculative, speculativă, speculativa

κερδοσκοπικός στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
spekulativní, špekulativna, špekulativno, špekulativen, špekulativne, špekulativni

κερδοσκοπικός στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
špekulatívni, špekulatívne, špekulatívny, špekulatívnej, špekulatívna, špekulatívneho
Τυχαίες λέξεις