Startować στα ελληνικά

Μετάφραση: startować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης
Startować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • asocjacyjny στα ελληνικά - συνειρμική, συνειρμικό, συνεταιριστικού, συνεταιριστικών, συνεταιριστικές
  • dostępność στα ελληνικά - ορατότητα, διαθεσιμότητα, διαθεσιμότητας, τη διαθεσιμότητα, διάθεση, η διαθεσιμότητα
Τυχαίες λέξεις
Startować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: αρχίζω, ξεκίνημα, ξεκινώ, αρχή, εκκίνηση, έναρξη, έναρξης