Αρχή στα πολωνικά

Μετάφραση: αρχή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
ustanawiać, wzdrygać, uruchamiać, reguła, wyruszać, startować, ustanowić, przerażać, spłoszyć, start, zaczątek, zrywać, prawo, uruchomić, najazd, zasada, początek, rozpoczęcie, począwszy, rozpoczynających, zaczynają
Αρχή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αρχή

αρχή της δεδηλωμένης, αρχή της επαλληλίας, αρχή αναλογικότητας, αρχή της επικουρικότητας, αρχή καταπολέμησης της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αρχή λεξικό γλώσσας πολωνικά, αρχή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αρχάριος στα πολωνικά - nowicjusz, początkujący, początkującym, nowicjuszem, nowicjuszka
  • αρχέγονος στα πολωνικά - prymitywny, pierwotny, prymitywne, prymitywna, prymitywnych
  • αρχίζω στα πολωνικά - startować, przerazić, zaczynać, ustanawiać, ustanowić, uruchomić, rozpocząć, ...
  • αρχαίος στα πολωνικά - archaiczny, starożytny, antyczny, starożytnej, ancient, starożytne
Τυχαίες λέξεις
Αρχή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: ustanawiać, wzdrygać, uruchamiać, reguła, wyruszać, startować, ustanowić, przerażać, spłoszyć, start, zaczątek, zrywać, prawo, uruchomić, najazd, zasada, początek, rozpoczęcie, począwszy, rozpoczynających, zaczynają