Staruszka στα ελληνικά
Μετάφραση: staruszka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρικος, παλαιός, γέρος, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- aluminium στα ελληνικά - αλουμίνιο, αλουμινίου, αργιλίου, αργίλιο, από αλουμίνιο
- chloral στα ελληνικά - χλωράλη, χλωράλης, της χλωράλης
- dublowanie στα ελληνικά - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, Mirroring, κατοπτρισμός, Ο κατοπτρισμός, κατοπτρισμού, ...
- hinduizm στα ελληνικά - Ινδουισμός, Ινδουισμού, ο Ινδουισμός, Ινδουισμό, τον Ινδουισμό
Τυχαίες λέξεις
Staruszka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που
Μεταφράσεις: γέρικος, παλαιός, γέρος, γριά, ηλικιωμένη γυναίκα, old γυναίκα, ηλικιωμένη γυναίκα που, γριά που