Γέρος στα πολωνικά

Μετάφραση: γέρος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
sędziwy, staromiejski, nienowy, staroświecki, stary, dawny, staruszka, starotestamentowy, starzec, starówka, stare, starodrzew, starodawny, old, starych, starego
Γέρος στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: γέρος

γέρος της δημοκρατίας, γέρος ονειροκριτης, γέρος συνώνυμα, γέρος του μοριά ταβέρνα, γέρος του βουνού, γέρος λεξικό γλώσσας πολωνικά, γέρος στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • γέρικος στα πολωνικά - staromiejski, starotestamentowy, starzec, staruszka, dawny, sędziwy, starówka, ...
  • γέρνω στα πολωνικά - pochył, nachylenie, spojrzenie, skręcać, nachylać, spadzistość, przechylenie, ...
  • γέφυρα στα πολωνικά - pomost, kładka, mostek, most, brydż, mostu, bridge
  • γήινος στα πολωνικά - ziemski, doczesny, ziemskie, ziemskiego, ziemska, ziemskiej
Τυχαίες λέξεις
Γέρος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: sędziwy, staromiejski, nienowy, staroświecki, stary, dawny, staruszka, starotestamentowy, starzec, starówka, stare, starodrzew, starodawny, old, starych, starego