Starzeć στα ελληνικά
Μετάφραση: starzeć, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- astrofizyka στα ελληνικά - αστροφυσική, Αστροφυσικής, την αστροφυσική, της αστροφυσικής, η αστροφυσική
- balsamiczny στα ελληνικά - βαλσαμικός, βαλσαμική, βαλσάμικο, βαλσαμικό, μπαλσάμικο
- chybotanie στα ελληνικά - κουνιέμαι, ταλάντευση, δόνησης, ταλάντωση, ταλάντευσης
- dziurkować στα ελληνικά - ροζ, διατρυπώ, γροθιά, διάτρηση, διάτρησης, διατρητήρα, ζουμπά
Τυχαίες λέξεις
Starzeć στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man
Μεταφράσεις: γέρος, γέρικος, παλαιός, γέροντας, γέρου, γέρο, old man