Stok στα ελληνικά
Μετάφραση: stok, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
κατήφορος, λοφοπλαγιά, καταγωγή, πλαγιά, κατηφορίζω, γέρνω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akolita στα ελληνικά - ακόλουθος, βοηθός ιερέα, παπαδάκι, ακόλουθος ιερέως
- chłodnica στα ελληνικά - πυκνωτής, καλοριφέρ, σόμπα, ψυγείο, ψύκτη, ψυγείου, ψύκτης, ...
- cierniowy στα ελληνικά - ακανθώδης, αγκαθωτός, ακανθώδες, ακανθώδη, ακανθώδους
- grawer στα ελληνικά - χαράκτης, χαράκτη, engraver, χαράκτριας, χαράκτρια
Τυχαίες λέξεις
Stok στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: κατήφορος, λοφοπλαγιά, καταγωγή, πλαγιά, κατηφορίζω, γέρνω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς
Μεταφράσεις: κατήφορος, λοφοπλαγιά, καταγωγή, πλαγιά, κατηφορίζω, γέρνω, κλίση, κλίσης, πίστα, πλαγιάς