Λέξη: συγυρισμένος

Συνώνυμα: συγυρισμένος

πετυχημένος, νοικοκυρεμένος, καθάριος, καθαρός, κόσμιος

Μεταφράσεις: συγυρισμένος

συγυρισμένος στα αγγλικά

Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
tidy, neat

συγυρισμένος στα ισπανικά

Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
aseado, limpio, ordenado, pulcro, puro, aseada

συγυρισμένος στα γερμανικά

Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
aufräumen, aufgeräumt, ordentlich, gepflegt, sauber, ordentlichen, gepflegte

συγυρισμένος στα γαλλικά

Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
clair, soigneux, pur, ordonner, classer, ordonné, rangé, joli, soigné, gentil, arranger, rajuster, agencer, régulier, propre, aménager, net, soignée

συγυρισμένος στα ιταλικά

Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
ordinato, lindo, pulito, ordinata, pulita, accurato

συγυρισμένος στα πορτογαλικά

Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
maré, arrumado, puro, limpo, esmerado, elegante

συγυρισμένος στα ολλανδικά

Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
ordelijk, keurig, netjes, nette, keurige, halsband

συγυρισμένος στα ρωσικά

Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
убрать, прибирать, прибраться, значительный, прибираться, опрятный, подобранный, прибрать, аккуратный, салфеточка, аккуратным, чистый, аккуратные

συγυρισμένος στα νορβηγικά

Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
ryddig, pent, godt, pen, fin

συγυρισμένος στα σουηδικά

Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
snygg, ordentlig, snyggt, neat, propert, ren

συγυρισμένος στα φινλανδικά

Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
siisti, siivota, neat, siistiä, siistejä, siistit

συγυρισμένος στα δανικά

Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
pæn, pæne, nydelige, sirlige, pænt

συγυρισμένος στα τσεχικά

Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
pěkný, upravený, uspořádat, úhledný, pořádný, čistý, uklizený, uklízet, upravit, uklidit, elegantní, čisté, úhledné

συγυρισμένος στα πολωνικά

Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
schludny, czyścić, porządkować, ładny, chędogi, uprzątać, porządny, czysty, oprzątać, sprzątać, posprzątać, zgrabny, gustowny, staranny

συγυρισμένος στα ουγγρικά

Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
gondos, kosárka, csinos, tiszta, szép, ügyes, takaros

συγυρισμένος στα τούρκικα

Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
temiz, düzgün bir, zarif, derli toplu, neat

συγυρισμένος στα ουκρανικά

Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
прибрати, прибирати, охайний, чистий, прибиратися, акуратний, акуратна, акуратне

συγυρισμένος στα αλβανικά

Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
pastërt, rregullt, i zoti, neat, rregullta e

συγυρισμένος στα βουλγαρικά

Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
чист, спретнато, спретната, Прецизният, кокетен

συγυρισμένος στα λευκορωσικά

Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
чисты, акуратны, ладны, аккуратный, акуратная

συγυρισμένος στα εσθονικά

Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
korrastama, korralik, kopsakas, puhas, kena, puhta, lahjendamata, puhtalt

συγυρισμένος στα κροατικά

Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
čist, srediti, sređen, urediti, uredan, uredno, čisti, uredna

συγυρισμένος στα ισλανδικά

Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
snyrtilegur, sniðugt, óblandað, snyrtilega, snyrtilegt

συγυρισμένος στα λιθουανικά

Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tvarkingas, tvarkinga, grynas, tvarkingai

συγυρισμένος στα λετονικά

Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
veikls, glīts, gaumīgs, kārtīgs

συγυρισμένος στα σλαβομακεδονικά

Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
уредни, уредно, уредна, уреден, уредно и

συγυρισμένος στα ρουμανικά

Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
curat, îngrijite, pur, îngrijit, ingrijit

συγυρισμένος στα σλοβενικά

Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
čeden, gladka, Krava, neat, urejeno

συγυρισμένος στα σλοβακικά

Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
čistý, čisté, čistú, čistého
Τυχαίες λέξεις