Stopniowo στα ελληνικά
Μετάφραση: stopniowo, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σιγά-, βαθμιαία, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- akademik στα ελληνικά - ξενώνας, ακαδημαϊκός, κοιτώνα, κοιτώνες, κοιτώνας, σε κοιτώνες
- determinacja στα ελληνικά - οδηγώ, αποφασιστικότητα, προσδιορισμός, καθορισμός, προσδιορισμό, καθορισμό
- dyscyplinarny στα ελληνικά - πειθαρχικός, πειθαρχική, πειθαρχικές, πειθαρχικής, πειθαρχικών
- garnek στα ελληνικά - λίγο, κανάτα, στάμνα, μικρός, κατσαρόλα, δοχείο, ποτ, ...
Τυχαίες λέξεις
Stopniowo στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σιγά-, βαθμιαία, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως
Μεταφράσεις: σιγά-, βαθμιαία, σταδιακά, σταδιακή, προοδευτικά, βαθμιαίως