Strój στα ελληνικά
Μετάφραση: strój, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
εξοπλισμός, αμφίεση, ντύνομαι, μελωδία, ντύσιμο, κουρδίζω, φόρεμα, ντύνω, ρούχο, εξοπλίζω, στήνω, ενδυμασία, ρούχα, παρουσιαστικό, στολή, κοστούμι, φορεσιά, κοστουμιών
Σχετικές λέξεις
Μεταφράσεις
- dogodny στα ελληνικά - επίκαιρος, αγαθός, εύχρηστος, ελκυστικός, πρόχειρος, καλός, βολικός, ...
- hałaśliwy στα ελληνικά - ταραχώδης, θορυβώδης, βραχνός, μικροπρεπής, θορυβώδη, θορυβώδες, θορυβώδεις, ...
- hrabina στα ελληνικά - κόμισσα, κοντέσα, Countess, κόμισσας, κοντέσας
- intymnie στα ελληνικά - κατ 'ιδίαν, ιδιωτική, ιδιωτικά, ιδιώτες, ιδιωτικής
Τυχαίες λέξεις
Strój στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, αμφίεση, ντύνομαι, μελωδία, ντύσιμο, κουρδίζω, φόρεμα, ντύνω, ρούχο, εξοπλίζω, στήνω, ενδυμασία, ρούχα, παρουσιαστικό, στολή, κοστούμι, φορεσιά, κοστουμιών
Μεταφράσεις: εξοπλισμός, αμφίεση, ντύνομαι, μελωδία, ντύσιμο, κουρδίζω, φόρεμα, ντύνω, ρούχο, εξοπλίζω, στήνω, ενδυμασία, ρούχα, παρουσιαστικό, στολή, κοστούμι, φορεσιά, κοστουμιών