Stymulować στα ελληνικά
Μετάφραση: stymulować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ανεβάζω, αυξάνω, διεγείρω, ενισχύω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
Μεταφράσεις
- asygnacja στα ελληνικά - διανομή, ανάθεση, οικειοποίηση, οριζόντια οικειοποίηση
- donosić στα ελληνικά - καταδότης, φορώ, πληροφορώ, ενημερώνει, πληροφορεί, ενημερώνουν, να ενημερώσει, ...
- druzgocący στα ελληνικά - σύνθλιψη, σύνθλιψης, συντριβή, θραύση, θραύσης
- fuzel στα ελληνικά - ζυμέλαια, Ζυμέλαια και
Τυχαίες λέξεις
Stymulować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ανεβάζω, αυξάνω, διεγείρω, ενισχύω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει
Μεταφράσεις: ανεβάζω, αυξάνω, διεγείρω, ενισχύω, τόνωση, τόνωση της, διεγείρουν, την τόνωση, τονώσει