Sumować στα ελληνικά

Μετάφραση: sumować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
ολικός, ξαφρίζω, πράξη, σύνολο, προσθέσετε έως, προσθέσετε έως και, προσθέσει μέχρι, να προσθέσει μέχρι, προσθέσετε μέχρι
Sumować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • cynfolia στα ελληνικά - αλουμινόχαρτο, ασημόχαρτο, tinfoil, ασημόχαρτου, ασημί επιφάνεια
  • doczyszczać στα ελληνικά - καθαρός, καθαρίζω
  • geologiczny στα ελληνικά - γεωλογικός, γεωλογική, γεωλογικές, γεωλογικών, γεωλογικούς σχηματισμούς
  • implodować στα ελληνικά - implode, συμπυκνώνουν, εκραγούν, εκραγεί, σκάνε
Τυχαίες λέξεις
Sumować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: ολικός, ξαφρίζω, πράξη, σύνολο, προσθέσετε έως, προσθέσετε έως και, προσθέσει μέχρι, να προσθέσει μέχρι, προσθέσετε μέχρι