Surówka στα ελληνικά

Μετάφραση: surówka, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
σαλάτα, γουρούνι, σαλάτας, σαλάτες
Surówka στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • branżowy στα ελληνικά - επαγγελματίας, επαγγελματικός, επιχείρηση, Επαγγελματικές, Business, Επιχειρήσεων, Επαγγελματικός
  • gors στα ελληνικά - κορσάζ, στήθος, επιστήθιος, αγκαλιά, κόλπους, κόρφο
  • hipnotyczny στα ελληνικά - υπνωτικός, υπνωτική, υπνωτικό, υπνωτικές, υπνωτικής
  • ideogram στα ελληνικά - ιδεόγραμμα, ιδεογράμματος, το ιδεόγραμμα, ιδεογραφίας, ιδεόγραμμα του
Τυχαίες λέξεις
Surówka στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: σαλάτα, γουρούνι, σαλάτας, σαλάτες