Swoisty στα ελληνικά

Μετάφραση: swoisty, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
παράδοξος, περιστατικό, συγκεκριμένος, μοναδικός, παράξενος, επεισόδιο, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες
Swoisty στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • bezbrzeżny στα ελληνικά - απεριόριστος, απέραντος, απεριόριστη, απέραντη, απέραντο
  • doszczelniacz στα ελληνικά - Caulker, καλαφάτης
  • elektrolitowy στα ελληνικά - ηλεκτρολυτική, ηλεκτρολυτικό, ηλεκτρολυτικές, ηλεκτρολυτικών, ηλεκτρολυτικού
  • gol στα ελληνικά - γκολ, στόχος, στόχο, στόχου, ο στόχος
Τυχαίες λέξεις
Swoisty στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: παράδοξος, περιστατικό, συγκεκριμένος, μοναδικός, παράξενος, επεισόδιο, ειδικός, ειδικές, ειδικών, συγκεκριμένες