Szacować στα ελληνικά

Μετάφραση: szacować, Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά

Αρχική γλώσσα:
πολωνικά
Τελική γλώσσα:
ελληνικά
Μεταφράσεις:
προβληματίζω, υπόληψη, εκτιμώ, φόρος, αξία, φορολογώ, αξιολογώ, υπολογίζω, εκτίμηση, τιμή, αποτιμώ, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων
Szacować στα ελληνικά
Σχετικές λέξεις

Μεταφράσεις

  • chłodnictwo στα ελληνικά - ψύξη, ψύξης, ψυκτικού, ψυκτικών, ψυκτικές
  • ekwipować στα ελληνικά - εξοπλίσει, εξοπλισμό, εξοπλίσουν, τον εξοπλισμό, εξοπλίζουν
  • hormonalny στα ελληνικά - ορμονικές, ορμονική, ορμονικά, ορμονικών, ορμονικής
  • immatrykulować στα ελληνικά - εγγράφω, matriculate, εγγράφομαι
Τυχαίες λέξεις
Szacować στα ελληνικά - Λεξικό: πολωνικά » ελληνικά
Μεταφράσεις: προβληματίζω, υπόληψη, εκτιμώ, φόρος, αξία, φορολογώ, αξιολογώ, υπολογίζω, εκτίμηση, τιμή, αποτιμώ, εκτίμησης, εκτιμήσεις, εκτίμηση της, προβλέψεων