Λέξη: αγγείο
Σχετικές λέξεις: αγγείο
αγγείο των θεριστών, αγγείο ονειροκρίτης, αγγείο των πολεμιστών, αγγείο γεωμετρικής εποχής, αγγείο προνόμου, αγγείο φρανσουά, αγγείο διπύλου, αγγείο κρατήρας, αγγείο francois, αγγείο chigi
Συνώνυμα: αγγείο
δοχείο, κατσαρόλα, τσουκάλα, χύτρα, βάζο, ανθοδοχείο, σκάφος, πλοίο, σωλήν
Μεταφράσεις: αγγείο
αγγείο στα αγγλικά
Λεξικό:
αγγλικά
Μεταφράσεις:
vessel, vase, pot, the vessel, vessel is
αγγείο στα ισπανικά
Λεξικό:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
recipiente, vaso, barco, buque, embarcación, vasija, florero, jarrón, florero de, jarrón de
αγγείο στα γερμανικά
Λεξικό:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
luftschiff, fahrzeug, kessel, schiff, wasserfahrzeug, gefäß, Vase, Vasen, Topf
αγγείο στα γαλλικά
Λεξικό:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
nef, récipient, vaisseau, navire, vase, vasculaire, pot, pots, vase de, un vase
αγγείο στα ιταλικά
Λεξικό:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
vascello, recipiente, vaso, nave, bastimento, vaso di, vase, del vaso
αγγείο στα πορτογαλικά
Λεξικό:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
óptimo, barco, recipiente, vaso, embarcação, vasilha, navio, vaso de, vase, jarra
αγγείο στα ολλανδικά
Λεξικό:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
boot, bak, foedraal, schip, pul, vat, pot, vaartuig, etui, doos, zeeschip, vaas, vaasje, vaas van, de vaas, vase
αγγείο στα ρωσικά
Λεξικό:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
посудина, самолет, сосуд, судно, парусник, корабль, резервуар, ваза, вазы, вазу, вазе, ваза для
αγγείο στα νορβηγικά
Λεξικό:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
kar, båt, skip, vase, vasen, vaser, en vase
αγγείο στα σουηδικά
Λεξικό:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
fartyg, kärl, båt, skuta, skepp, vas, vase, vasen
αγγείο στα φινλανδικά
Λεξικό:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
astia, laiva, alus, säiliö, suoni, maljakko, vase, maljakon, vaasi, maljakossa
αγγείο στα δανικά
Λεξικό:
δανικά
Μεταφράσεις:
beholder, skib, vase, vasen, vaser, vase af
αγγείο στα τσεχικά
Λεξικό:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
nádoba, nádrž, loď, plavidlo, váza, vázy, vase, vázu
αγγείο στα πολωνικά
Λεξικό:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
naczynie, statek, pojemnik, okręt, wazon, waza, vase, wazonie, wazy
αγγείο στα ουγγρικά
Λεξικό:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
edény, váza, vázában, vázát, vázával, vase
αγγείο στα τούρκικα
Λεξικό:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
bak, gemi, kap, vazo, Vase, Vazoda, vazolar, bir vazo
αγγείο στα ουκρανικά
Λεξικό:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
осиний, ваза
αγγείο στα αλβανικά
Λεξικό:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
vazo, vazo të, vazo e, vase
αγγείο στα βουλγαρικά
Λεξικό:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
ваза, вази, вазата, във ваза
αγγείο στα λευκορωσικά
Λεξικό:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
гаршчок, ваза, судно
αγγείο στα εσθονικά
Λεξικό:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
vaas, vaasi, vaasis
αγγείο στα κροατικά
Λεξικό:
κροατικά
Μεταφράσεις:
posuđe, letjelica, brod, plovilo, lađa, letjelicu, vaza, vaze, vase, vazu, vazi
αγγείο στα ισλανδικά
Λεξικό:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
ílát, vasi
αγγείο στα λατινικά
Λεξικό:
λατινικά
Μεταφράσεις:
vas, navis
αγγείο στα λιθουανικά
Λεξικό:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
laivas, indas, vaza, vazos, vase
αγγείο στα λετονικά
Λεξικό:
λετονικά
Μεταφράσεις:
trauks, laiva, kuģis, vāze, vāzes, vase, vāzi, vāzē
αγγείο στα σλαβομακεδονικά
Λεξικό:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вазна, ваза, вазната, Васе, вазни
αγγείο στα ρουμανικά
Λεξικό:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vas, vază, vaza, vaze, vaza de
αγγείο στα σλοβενικά
Λεξικό:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
vaza, vazo, vaze, vase
αγγείο στα σλοβακικά
Λεξικό:
σλοβακικά
Μεταφράσεις:
plavidlo, nádoba, váza, Vase, váze, vázy
Τυχαίες λέξεις